- αποστροφή
- η (AM ἀποστροφή [αποστρέφω]σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής ή ο συγγραφέας απευθύνεται σε πρόσωπα νεκρά ή απόντα, σε ζώα, πράγματα ή και αφηρημένες έννοιεςμσν.- νεοελλ.αποφυγή κάποιου, απέχθεια, αντιπάθειαμσν.1. κατεύθυνση, πορεία2. κατεύθυνση προς τον ενάρετο βίο, ψυχική σωτηρία3. έλεγχος, κατσάδααρχ.-μσν.επιστροφήαρχ.1. (για ποτάμια) ροή προς το άλλο μέρος2. εκφυγή, διαφυγή3. διασκέδαση, ψυχαγωγία.
Dictionary of Greek. 2013.